- ἐπαείρω
- ἐπ-αείρω, aor. 1 3 pl. ἐπάειραν, part. -αείρᾶς: lift up (on), Il. 10.80; w. gen., ἁμαξάων, ‘and placed upon,’ Il. 7.426, Il. 9.214.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
επαείρω — ἐπαείρω (Α) ιων. και ποιητ. τ. τού ρ. έπαίρω* … Dictionary of Greek